Προδικαστικό ερώτημα C-445/18, Vaselife International και Chrysal International
Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Παράλληλο εμπόριο – Μεταβολή της διάρκειας ισχύος της άδειας παράλληλου εμπορίου – Φυτοπροστατευτικό προϊόν πανομοιότυπο με το προϊόν αναφοράς – Προϋποθέσεις
Με το προδικαστικό ερώτημα C-445/18, το College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) έθεσε ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά. Ειδικότερα, τέθηκε προς διευκρίνιση το ζήτημα εάν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ο κανονισμός 1107/2009 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική διαδικασία βάσει της οποίας η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να προσαρμόσει αυτεπαγγέλτως τη διάρκεια ισχύος άδειας παράλληλου εμπορίου προς τη διάρκεια ισχύος της άδειας του προϊόντος αναφοράς η οποία ανανεώνεται. Ακόμη, τέθηκε το ζήτημα, αν ο κανονισμός 1107/2009 και, ιδίως, το άρθρο 52 αυτού έχουν την έννοια ότι η προσαρμογή της διάρκειας ισχύος της άδειας παράλληλου εμπορίου απορρέει αυτοδικαίως από την απόφαση περί ανανεώσεως της άδειας του προϊόντος αναφοράς ή αν η προσαρμογή απαιτεί να ληφθεί χωριστή απόφαση συναφώς. Περαιτέρω το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε ερώτημα σχετικά με το αν το άρθρο 52, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι καλύπτει την περίπτωση στην οποία το φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει αδειοδοτηθεί από το κράτος μέλος καταγωγής παρασκευάζεται από μια εταιρία Α, ενώ το φυτοπροστατευτικό προϊόν αναφοράς παρασκευάζεται, σύμφωνα με την ίδια μέθοδο, αλλά σε τόπο διαφορετικό από εκείνον του προηγούμενου προϊόντος, από μια εταιρία Β με τη συγκατάθεση της εταιρίας Α. Τέλος το εθνικό δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί ποιος, και σε ποιο βαθμό, φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τα οικεία προϊόντα εξακολουθούν να είναι «πανομοιότυπα», κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 52, παράγραφοι 2 έως 4, του εν λόγω κανονισμού, οσάκις ο κάτοχος της άδειας του προϊόντος αναφοράς και ο κάτοχος της άδειας παράλληλου εμπορίου διαφωνούν επί του σημείου αυτού.
Με απόφασή του της 14ης Νοεμβρίου 2019 (EU:C:2019:968) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι :
«Το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ο κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου…, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική διαδικασία βάσει της οποίας η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να προσαρμόσει αυτεπαγγέλτως τη διάρκεια ισχύος της άδειας παράλληλου εμπορίου προς τη διάρκεια ισχύος της άδειας του προϊόντος αναφοράς η οποία ανανεώνεται.
-Ο κανονισμός 1107/2009 και, ιδίως, το άρθρο 52 αυτού έχουν την έννοια ότι η προσαρμογή της διάρκειας ισχύος της άδειας παράλληλου εμπορίου δεν απορρέει αυτοδικαίως από την απόφαση περί ανανεώσεως της άδειας του προϊόντος αναφοράς, αλλά απαιτεί να ληφθεί απόφαση συναφώς.
-Ο κανονισμός 1107/2009 έχει την έννοια ότι, οσάκις πρόκειται για την προσαρμογή της διάρκειας ισχύος μιας άδειας παράλληλου εμπορίου προς τη διάρκεια ισχύος της άδειας του προϊόντος αναφοράς η οποία ανανεώνεται, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 52, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1107/2009, που είναι αναγκαίες για τη χορήγηση της άδειας αυτής, στη δε αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους απόκειται να εξακριβώσει αν τούτο ισχύει.
-Το άρθρο 52, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι καλύπτει την περίπτωση στην οποία το φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει αδειοδοτηθεί από το κράτος μέλος καταγωγής παρασκευάζεται από μια εταιρία Α, ενώ το φυτοπροστατευτικό προϊόν αναφοράς παρασκευάζεται, σύμφωνα με την ίδια μέθοδο, αλλά σε τόπο διαφορετικό από εκείνον του προηγούμενου προϊόντος, από μια εταιρία Β με τη συγκατάθεση της εταιρίας Α, υπό την προϋπόθεση ότι η συγκατάθεση αυτή έχει διάρκεια ανάλογη με τη διάρκεια μιας συμφωνίας για την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης.
-Το άρθρο 52, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 1107/2009 έχει την έννοια ότι στον κάτοχο της άδειας παράλληλου εμπορίου απόκειται να υποβάλει νέο πλήρη φάκελο αιτήσεως, παρέχοντας τις πληροφορίες της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, προκειμένου να αποδείξει ότι τα οικεία προϊόντα εξακολουθούν να είναι «πανομοιότυπα», κατά την έννοια της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής να ζητήσει από το κράτος μέλος καταγωγής του εισαγόμενου προϊόντος τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να αξιολογηθεί εάν τα προϊόντα αυτά είναι πανομοιότυπα. Σε περίπτωση προσβολής της αποφάσεως περί χορηγήσεως άδειας παράλληλου εμπορίου, εφαρμόζονται οι εθνικοί κανόνες του οικείου κράτους μέλους σχετικά με το βάρος αποδείξεως, υπό τον όρο ότι συνάδουν με την αρχή της ισοδυναμίας και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης».
Το σύνολο του κειμένου της απόφασης έχει δημοσιευθεί στο δικτυακό χώρο του Δικαστηρίου στην ακόλουθη διεύθυνση : https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=220653&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=8141873