Προδικαστικά ερωτήματα C-415/20, C-419/20 και C-427/20, Gräfendorfer Geflügel- und Tiefkühlfeinkost Produktions GmbH και F. Reyher Nchfg. GmbH & Co. KG vertr. d. d. Komplementärin Verwaltungsgesellschaft F. Reyher Nchfg. mbH κατά Hauptzollamt Hamburg και
Τελωνειακή ένωση – Δικαίωμα προς επιστροφή και δικαίωμα προς καταβολή χρηματικών ποσών τα οποία εισπράχθηκαν ή δεν καταβλήθηκαν από κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Δασμοί αντιντάμπινγκ, εισαγωγικοί δασμοί, επιστροφές κατά την εξαγωγή και χρηματικές κυρώσεις – Έννοια της “παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης” – Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του δικαίου αυτού – Διαπίστωση από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ή από εθνικό δικαστήριο της υπάρξεως παραβιάσεως του εν λόγω δικαίου – Δικαίωμα προς καταβολή τόκων – Χρονικό διάστημα το οποίο καλύπτει η εν λόγω καταβολή τόκων
Με τα συνεκδικασθέντα προδικαστικά ερωτήματα C-415/20, C-419/20 και C-427/20 το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) έθεσε το ζήτημα σχετικά με το αν υφίσταται υποχρέωση των κρατών μελών να επιστρέφουν εντόκως δασμούς που εισπράχθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο λόγος της επιστροφής είναι η ερμηνεία, από το Δικαστήριο, μιας κλάσεως της Συνδυασμένης Ονοματολογίας. Επίσης, τέθηκε το ζήτημα εάν οι αναπτυχθείσες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχές που διέπουν την αξίωση καταβολής τόκων είναι δυνατόν να εφαρμοστούν και επί της καταβολής επιστροφών κατά την εξαγωγή, τις οποίες η αρχή ενός κράτους μέλους αρνήθηκε να καταβάλει κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.
Με την απόφασή του της 28ης Απριλίου 2022 (EU:C:2022:306) το Δικαστήρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι «Οι αρχές του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τα δικαιώματα των διοικουμένων προς επιστροφή των χρηματικών ποσών τα οποία τους επέβαλε να καταβάλουν κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης καθώς και προς καταβολή τόκων επί των χρηματικών αυτών ποσών έχουν την ακόλουθη έννοια:
– πρώτον, ότι έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που τα οικεία χρηματικά ποσά αντιστοιχούν, αφενός, σε επιστροφές κατά την εξαγωγή που χορηγήθηκαν καθυστερημένα σε διοικούμενο, αφού προηγουμένως είχε απορριφθεί σχετικό αίτημά του κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, και, αφετέρου, σε χρηματική κύρωση που επιβλήθηκε στον διοικούμενο λόγω της παραβιάσεως αυτής·
– δεύτερον, ότι έχουν εφαρμογή όταν από απόφαση του Δικαστηρίου ή από απόφαση εθνικού δικαστηρίου προκύπτει ότι η καταβολή επιστροφών κατά την εξαγωγή έχει απορριφθεί ή η καταβολή χρηματικής κυρώσεως, δασμών αντιντάμπινγκ ή εισαγωγικών δασμών έχει επιβληθεί από εθνική αρχή είτε βάσει εσφαλμένης ερμηνείας είτε βάσει εσφαλμένης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης· και
– τρίτον, ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν η καταβολή επιστροφών κατά την εξαγωγή έχει απορριφθεί ή η καταβολή χρηματικής κυρώσεως, δασμών αντιντάμπινγκ ή εισαγωγικών δασμών έχει επιβληθεί κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, οφείλονται τόκοι μόνο για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία ασκήσεως της ένδικης προσφυγής με την οποία ζητείται η καταβολή ή η επιστροφή του οικείου χρηματικού ποσού έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του αρμόδιου δικαστηρίου, αποκλειομένου του προγενέστερου χρονικού διαστήματος. Αντιθέτως, δεν αντιτίθενται, αυτές καθεαυτές, στο να προβλέπει μια τέτοια νομοθεσία ότι οφείλονται τόκοι μόνον στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ένδικη προσφυγή, εφόσον τούτο δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται υπερβολικά δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων των διοικουμένων τα οποία απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης».
Το σύνολο του κειμένου της απόφασης έχει δημοσιευθεί στο δικτυακό χώρο του Δικαστηρίου στην ακόλουθη διεύθυνση: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=258486&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=148317