Προδικαστικό ερώτημα C-160/18, X (Είσπραξη συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών)
Τελωνειακή ένωση και κοινό δασμολόγιο – Κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 – Κανονισμός (ΕΚ) 1484/95 – Εισαγωγή κατεψυγμένου κρέατος πουλερικών καταγωγής Βραζιλίας – Εκ των υστέρων είσπραξη των συμπληρωματικών εισαγωγικών δασμών – Μηχανισμός ελέγχου – Μέθοδος υπολογισμού των συμπληρωματικών δασμών
Με το προδικαστικό ερώτημα C-160/18, το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) έθεσε ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1392/2001 της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2001, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3950/92. Ειδικότερα, τέθηκε το ζήτημα εάν οι παράγραφοι 2, 4 και 5 του άρθρου 3 του κανονισμού 1484/95, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ο περιγραφόμενος σε αυτές μηχανισμός ελέγχου έχει ως μοναδικό σκοπό τη διασφάλιση της δυνατότητας των αρμοδίων αρχών να λαμβάνουν εγκαίρως γνώση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων αναφορικά με διαδοχικές συναλλαγές που μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την ορθότητα της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής CIF και να αποτελέσουν λόγο για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας. Σε διαφορετική περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε το ερώτημα αν πρέπει, να νοηθεί υπό την έννοια ότι μία ή περισσότερες μεταπωλήσεις από τον εισαγωγέα στην αγορά της Ένωσης σε τιμή κατώτερη της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής CIF της αποστολής, προσαυξημένης κατά το οφειλόμενο ποσό εισαγωγικών δασμών, δεν πληροί τους απαιτούμενους όρους διαθέσεως στην αγορά της Ένωσης, οπότε ήδη γι’ αυτόν τον λόγο και μόνον οφείλονται συμπληρωματικοί δασμοί. Περαιτέρω, ζητήθηκε να διευκρινιστεί ο τρόπος καθορισμού του ύψους των οφειλόμενων συμπληρωματικών δασμών, αν από την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα προκύψει ότι η μεταπώληση με ζημία αποτελεί επαρκή ένδειξη για την απόρριψη της δηλωθείσας τιμής εισαγωγής CIF.
Με απόφασή του της 11ης Μαρτίου 2019 (EU:C:2020:190) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι :
«Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1484/95 της Επιτροπής, …, έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ορισμένα εισαχθέντα στην Ένωση εμπορεύματα πωλήθηκαν με ζημία, ήτοι σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να διαπιστωθεί ότι δεν επαληθεύεται η ορθότητα της τιμής αυτής, εφόσον ο εισαγωγέας αποδεικνύει ότι το σύνολο των όρων διάθεσης της αποστολής των εν λόγω εμπορευμάτων επιβεβαιώνουν την ορθότητα της συγκεκριμένης τιμής.
-Το άρθρο 3, παράγραφος 5, και το άρθρο 4 του κανονισμού 1484/95, …, έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένας εισαγωγέας δεν μπόρεσε να αποδείξει την ορθότητα της τιμής εισαγωγής cif που αναγράφεται στην τελωνειακή διασάφηση, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, προκειμένου να επιβάλουν συμπληρωματικούς δασμούς, να μη λάβουν υπόψη την τιμή αυτή και να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 31 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, …6».
Το σύνολο του κειμένου της απόφασης έχει δημοσιευθεί στο δικτυακό χώρο του Δικαστηρίου στην ακόλουθη διεύθυνση : https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=224343&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5400560