Προδικαστικό ερώτημα C-53/20, Hengstenberg GmbH & Co. KG κατά Spreewaldverein eV

Προστασία γεωγραφικών ενδείξεων και ονομασιών προελεύσεως γεωργικών προϊόντων και τροφίμων – Κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 – Άρθρο 49, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο και παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο – Άρθρο 53, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο – Τροποποίηση των προδιαγραφών προϊόντος – Αγγούρια του δάσους Sprée (Γερμανία) “Spreewälder Gurken (ΠΓΕ)” – Mη ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις – Διαδικασία ενστάσεως – Υποβολή ενστάσεως κατά της αιτήσεως τροποποιήσεως – Ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως που δέχεται την αίτηση αυτή – Έννοια του “εννόμου συμφέροντος”

Με προδικαστικό του ερώτημα που έλαβε αριθμό υπόθεσης C-53/20 το Bundesfinanzhof (Γερμανία) έθεσε ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2012 για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων. Ειδικότερα, τέθηκαν ζητήματα ερμηνείας των άρθρων 49, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο και παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο και 53, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο του κανονισμού ιδίως στην περίπτωση της τροποποίησης των προδιαγραφών προϊόντος, μη ήσσονος σημασίας, τη διαδικασία ενστάσεων και την έννοια του εννόμου συμφέροντος στο πλαίσιο αυτό.

Με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Απριλίου 2021 (EU:C:2021:279), ο Δικαστήριο έκρινε ότι: «Το άρθρο 49, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που αφορά τις αιτήσεις μη ήσσονος σημασίας τροποποιήσεως των προδιαγραφών προϊόντος το οποίο φέρει προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, για να θεμελιωθεί το «έννομο συμφέρον» που απαιτείται για την υποβολή ενστάσεως κατά της κατατεθείσας αιτήσεως τροποποιήσεως ή την άσκηση ένδικης προσφυγής κατά της αποφάσεως που δέχεται την αίτηση αυτή, αρκεί να υφίσταται, λόγω των τροποποιήσεων που ζητήθηκαν, οιαδήποτε ενεστώσα ή ενδεχόμενη, αλλά όχι εντελώς απίθανη, οικονομική επίπτωση εις βάρος φυσικού ή νομικού προσώπου, εφόσον ο κίνδυνος να θιγούν τα συμφέροντα του προσώπου αυτού δεν είναι εντελώς απίθανος ή υποθετικής φύσεως, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει».

Το ΔΕΕ δέχεται, μεταξύ άλλων, στην ανωτέρω απόφασή του ότι « … η έννοια του «εννόμου συμφέροντος», κατά το άρθρο 49, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1151/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, χρήζει ίδιας ερμηνείας είτε η κινηθείσα διαδικασία είναι διαδικασία καταχωρίσεως προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως είτε πρόκειται για διαδικασία που αφορά αίτηση μη ήσσονος σημασίας τροποποιήσεως των προδιαγραφών προϊόντος το οποίο φέρει τέτοια ένδειξη» (σκέψη 32 της απόφασης), καθώς και ότι «…στο μέτρο που ο έλεγχος της αιτήσεως καταχωρίσεως ή της αιτήσεως μη ήσσονος σημασίας τροποποιήσεως προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως εναπόκειται κατ’ ουσίαν στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, είναι ιδιαιτέρως αναγκαίο να παρασχεθεί η δυνατότητα διατύπωσης αντιρρήσεων σε ευρύ κύκλο φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία ενδέχεται να επωφεληθούν ή, αντιθέτως, να υποστούν οικονομικές επιπτώσεις λόγω της καταχωρίσεως ή της μη ήσσονος σημασίας τροποποιήσεως των προδιαγραφών ενός προϊόντος, έτσι ώστε τα επιχειρήματά τους να μπορούν να εξεταστούν κατά την εθνική διαδικασία ενστάσεων» (σκέψη 39 της απόφασης).

Επίσης, το Δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη του τους σκοπούς που επιδιώκονται από τον κανονισμό 1151/2012, ειδικότερα, «… τη θέσπιση συστημάτων ποιότητας ώστε να διευκολυνθεί η αναγνώριση της ποιότητας των προϊόντων και του τρόπου παραγωγής τους ως παράγοντα προστιθέμενης αξίας» (σκέψη 41 της απόφασης), την αποτροπή δημιουργίας άνισων όρων ανταγωνισμού (σκέψη 42 της απόφασης), την παρεμπόδιση κατάχρησης των ΠΟΠ και ΠΓΕ για το συμφέρον των παραγωγών που κατέβαλαν προσπάθειες «για να εγγυηθούν τις προσδοκώμενες ιδιότητες των προϊόντων που φέρουν νομίμως τέτοιες ενδείξεις» (σκέψη 43 της απόφασης) , αλλά και την εξασφάλιση του ομοιόμορφου σεβασμού σε όλη την Ένωση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται με τις προστατευόμενες ονομασίες (σκέψη 44 της απόφασης), προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «… η ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «εννόμου συμφέροντος» είναι η πλέον ενδεδειγμένη για την επιδίωξη των σκοπών αυτών» (σκέψη 45 της απόφασης).

Τέλος, το Δικαστήριο, αφού επισημαίνει, αφ’ ενός ότι η υιοθετούμενη από αυτό ερμηνεία «επιβεβαιώνεται από το ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού 1151/2012» (σκέψη 47 και επ. της απόφασης), αφ’ ετέρου ότι πρέπει να μπορεί να « εξακριβωθεί συγκεκριμένα ότι το «έννομο συμφέρον» το οποίο επικαλείται φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν είναι απίθανο ή υποθετικής φύσεως» (σκέψη 52 της απόφασης).

Το σύνολο του κειμένου της απόφασης έχει δημοσιευθεί στο δικτυακό χώρο του Δικαστηρίου, στην ακόλουθη διεύθυνση:

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=239894&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1753332


Σχετικές Αναρτήσεις